στρουθιοκάμηλος

στρουθιοκάμηλος
ό και ἡ, Α
(δ. γρφ.) βλ. στρουθοκάμηλος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • στρουθοκάμηλος — (struthio camelus). Δρομεύς της οικογένειας των Στρουθιονιδών, της τάξης των στρουθιονόμορφων, της οποίας αποτελεί το μοναδικό είδος. Συγγενής με τους μεγάλους δρομείς του τριτογενούς, η σ. είναι το μεγαλύτερο σημερινό πτηνό, και έχει ύψος 2 2,50 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”